κακοδικώ

κακοδικώ
κακοδικῶ (Μ)
1. (για δικαστήριο) εκδίδω άδικη απόφαση
2. βλάπτω, κάνω κακό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)-* (< επίρρ. κακῶς) + -δικῶ (< -δίκης < δίκη), πρβλ. αυτο-δικώ, φιλο-δικώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κακ(ο)- — (AM κακ[ο] ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. κακο μούτσουνος, κακο ντυμένος) με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”